Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Η σκέψη "into the box" μέσα από τέσσερις καθημερινές ιστορίες ανθρώπων

 Ζούμε στην εποχή της επιτυχίας. Μία περίοδο που όλοι θέλουν να διαφημίζονται επιτυχημένοι. Τι και αν είσαι μόνος σου, τι και αν είσαι άνεργος ή στην δουλειά σε κρατάνε καθαρά από λύπηση, τι και αν στο τέλος του μήνα δεν μπορείς να πληρώσεις ούτε καν το λογαριασμό του νερού, τι και αν τα παιδιά σου έχουν σταματήσει να σου μιλάμε, ζούμε στην χώρα, του ότι δηλώσεις, είσαι. Σε μία κοινωνία που προάγει την ρηχότητα, κάτι τέτοιο είναι θεμιτό και αναμενόμενο. Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως φτάσαμε σε αυτή την τραγωδία. Ακόμα πιο δύσκολο το πως θα βγούμε από αυτή.

Κάποτε, αν κάτι σου πήγαινε άσχημα ή έστω «όχι τόσο καλά» η λύση ήταν απλή: έπρεπε να προσπαθήσεις παραπάνω. Οι εποχές όμως έχουν αλλάξει, πάντα αλλάζουν, σε κάθε αποτυχία (μας λένε) υπάρχει ευκαιρία για επιτυχία. Το κλειδί για αυτή, δεν βρίσκετε πλέον στην προσπάθεια, βρίσκετε πλέον στο τρόπο σκέψης, ναι στον τρόπο σκέψης, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να σκεφτείς έξω από το κουτί. Υπάρχει μία έκφραση ότι κάποιος περνάει άσχημα ή ζόρικα, λέμε ότι «περνάει» ή «τρώει» πακέτο. Ο συνδυασμός της «σκέψης εκτός κουτιού» με τον «τρώω ή περνάω πακέτο», ίσως να είναι απόρροια μίας κακής μετάφρασης. Στην εποχή της επιτυχίας, την περίοδο που όλοι εμφανίζονται ως επιτυχημένοι, υπάρχουν μικρές ιστορίες ανθρώπων  που έχουν μείνει μέσα στο κουτί τους, κρατάνε το πακέτο τους, άλλες φορές τους κάνουν καλό, άλλες κακό, βρίσκονται εύκολα τριγύρω μας. Σε έναν κόσμο που η επίδειξη έχει γίνει τέχνη, αν μάθουμε να παρατηρούμε και να ρίχνουμε λίγο αλάτι στις πληγές μας, οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων, καλές ή κακές, μπορεί και να μας οδηγήσουν στα δικά μας πακέτα.

Παρατήρησα την γειτόνισσα μου την Ελένη. Η Ελένη έχει έρθει πριν 20 χρόνια μαζί με τον σύζυγο της από την Ρουμανία. Κοινωνική, εξωστρεφής, στα 45 της, που την χάνεις που την βρίσκεις, θα είναι πάντα στο μπαλκόνι του ημιώροφου που μένει για να σου μιλήσει. Και αν δεν είναι, ως διά μαγείας αν περάσεις θα εμφανιστεί. Ξεκάθαρα ενοχλητική, στην χώρα της ήταν αστροφυσικός, στην χώρα μας καθαρίστρια. Για τον σύζυγο της δεν μου έχει πει ποτέ, είναι σε κάποιο νησί και δουλεύει. Αυτό που με έκανε να παρατηρήσω την Ελένη, ήταν η τάση της να μιλάει πάντα για θέματα που την απασχολούν, χωρίς να την ρωτήσεις, ακριβώς μετά το καλημέρα! Δεν θα πω ότι κατάφερα να μάθω για το πακέτο της Ελένης, καθώς ποτέ δεν την ρώτησα, μου το είπε η ίδια. Δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, στα δεκαοκτώ και στα δεκάξι αντίστοιχα. Περιορισμένα τα λεφτά, δεν μπορεί να τους δώσει όσα θέλει. Νιώθει τυχερή που ο γιος της, είναι άριστος μαθητής και προς το παρόν μακριά από τα ναρκωτικά – γεγονός που δεν έχω καταλάβει γιατί την απασχολεί. Η κόρη της δεν ξέρω πως τα πάει στο σχολείο, ξέρω όμως ότι είναι εξαιρετικά όμορφη και φόβος της Ελένης είναι μην μπλέξει και μείνει έγκυος. Η Ελένη μου φαίνεται ευτυχισμένη, γνωρίζει καλά το πακέτο που τρώει, το αγαπάει και της δίνει κίνητρο για την ζωή, δεν ξέρω αν κάποιος την έπειθε να σκεφτεί έξω από το κουτί της, αν θα μπορούσε να ήταν έτσι ευτυχισμένη. Και να προσπαθούσε, θα τον άκουγε; Δεν νομίζω…

Παρατήρησα των γείτονα μου τον Μασούντ. Ο Μασούντ ήρθε στην Ελλάδα πριν 15 χρόνια από την Ινδία. Όταν τον γνώρισα, μου φάνηκε στριμμένος, ξινός, αντικοινωνικός. Με βρήκε στην είσοδο της οικοδομής, ενώ έκανα μετακόμιση, ούτε καλημέρα ούτε τίποτα, μόνο μία ερώτηση, «πόσο το νοίκιασες» και απλά έφυγε. Από τότε τον έχω συναντήσει καμία δεκαριά φορές. Τυπικές επικοινωνίες, τι κάνεις, πως είσαι, με ειδοποιό διαφορά ότι πλέον είναι χαμογελαστός, μάλλον με συμπαθεί, κανείς δεν ξέρει. Έμαθα από την Ελένη, ότι το Μασούντ έχει δύο παιδιά και αυτός. Το ένα, περίπου δώδεκα ετών, το άλλο αν δεν κάνω λάθος περίπου δέκα. Και τα δύο αγόρια. Ο μεγάλος, δεν μιλάει την μητρική του γλώσσα, δύο – τρεις φορές που τον συνάντησα μιλούσε καλύτερα ελληνικά από μένα, ίσως αν ήταν πιο λευκός, να μην καταλάβαινα ότι τρέχει ινδικό αίμα στις φλέβες του. Τον μικρό γιο του Μασούντ δεν τον έχω δει ποτέ. Συμφωνά με όσα έμαθα, η πηγή περιττό να αναφερθεί, έχει μία παράξενη αρρώστια. Είναι σε ένα κρεβάτι συνέχεια. Την αρρώστια ο Μασούντ την ήξερε από όταν η σύζυγος του ήταν έγκυος. Οι γιατροί του είχαν πει να το ρίξουν το παιδί καθώς δεν θα ζούσε πολύ. Όταν το έμαθα στεναχωρήθηκα, λίγο για το παιδί, λίγο για τον Μασούντ, λίγο για μένα. Δεν μπορώ να καταλάβω, που, αυτός ο στριμμένος – ξινός – αντικοινωνικός άνθρωπος, βρήκε τόση αγάπη. Πρόσφατα, αγόρασε ένα μικρό αυτοκίνητο, για να μπορεί, λέει, να πηγαίνει βόλτες τα παιδιά, να μην είναι όλο μέσα στο σπίτι. Ο Μασούντ, διάλεξε να κρατάει στα χέρια του ένα βαρύ πακέτο, το κρατάει χρόνια, θα ήθελε να το κρατήσει για όσο πιο πολύ μπορεί, τον κάνει ευτυχισμένο, ναι τον κάνει, δεν ξέρω πως, τον κάνει όμως. Θα μπορούσε, άραγε, κάποιος να τολμήσει να του πει να σκεφτεί έξω από το κουτί; Δεν νομίζω…

Παρατήρησα ένα άλλον γείτονα μου τον Γιώργο. Αυτός ο Γιώργος δεν ήρθε από κάπου, ίσως να είμαστε από τους λίγους Έλληνες στην οικοδομή. Τον γνώρισα, τυχαία, στον καθρέφτη του ασανσέρ, καθώς πατούσαμε κάτι κουμπιά για να πάμε στο ισόγειο. Για τον Γιώργο δεν ξέρω πολλά. Δεν ξέρω τι δουλειά κάνει. Ξέρω μόνο ότι πληρώνει τα κοινόχρηστα στην ώρα τους, δεν κάνει φασαρία, δεν δίνει δικαιώματα, οι ένοικοι στην οικοδομή απλά ξέρουμε ότι υπάρχει. Δεν ξέρω αν είναι αντικοινωνικός, ξινός και σνομπ ή αν απλά φοβάται τους ανθρώπους. Η Ελένη δεν μου έχει μιλήσει ακόμα για αυτόν, έχω ακούσει όμως να λέει σε άλλους ότι είναι παράξενος, χαμογελαστός όταν του απευθύνει τον λόγο και μυστήριος. Τελευταία φορά που συνάντησα τον Γιώργο, κουβαλούσε ένα πακέτο, ένα χαρτοκιβώτιο. Μύριζε παράξενα, νομίζω από το πολύ πιόμα. Αποκρουστική μυρωδιά. Ο δρόμος μας ήταν σε κοινή κατεύθυνση και δεν μπόρεσα να τον αποφύγω, μου φορτώθηκε λίγο. Πήγαινε λέει να αφήσει το πακέτο του σε κάποια εταιρεία ταχυμεταφορών, είχε δοκιμάσει πολλές φορές αλλά πάντα στο ταχυμεταφορείο είχε πολύ κόσμο και επέστρεφε πίσω μαζί με το πακέτο του, το οποίο το κρατούσε σφικτά στα χέρια του. Προς στιγμήν δεν κατάλαβα γιατί να χάνει τον χρόνο του σε άσκοπες διαδρομές ενώ θα μπορούσε να περιμένει μερικά λεπτά παραπάνω. Τον ρώτησα αν θέλει όντως να στείλει το πακέτο, μου απάντησε θετικά, για αυτό λέει πήγαινε ξανά και ξανά αλλά η ουρά μεγάλη. Μάλλον, ο παράξενος σύμφωνα με την Ελένη, Γιώργος, ήλπιζε ότι όσο έχει το κουτί, θα έχει την ευκαιρία να είναι ευτυχισμένος. Δεν είδα να του δίνει κάποιο κίνητρο το κουτί του, δεν είδα να τον κάνει ευτυχισμένο. Είδα ότι ο Γιώργος ήταν όμως καλά, παρέα με το κουτί του. Θα μπορούσε, άραγε, κάποιος να τολμήσει να τον πείσει να αποχωριστεί το κουτί; Δεν νομίζω…

Παρατήρησα την Βιολάντα. Η Βιολάντα δεν είναι της γειτονιάς, έτσι η Ελένη (μάλλον) δεν γνωρίζει κάτι για αυτήν. Το «ωραίο» με την χώρα μας, είναι πως είναι μία χώρα μικρή. Είχα γνωρίσει την Βιολάντα πριν από δεκαέξι χρόνια ως Νάσο, όταν υπηρετούσαμε για μερικές μέρες στον στρατό μαζί. Για να σας πω την αλήθεια, δεν τον γνώρισα. Αγόραζα αγγούρια και ντομάτες από έναν πάγκο της λαϊκής, όταν ήρθε, με χαιρέτησε με το μικρό μου και μου είπε από που με ξέρει. Η αμηχανία της στιγμής, μετατράπηκε σε χαμόγελο όταν ο Νάσος ή Βιολάντα, μου μίλησε για την αλλαγή και πως τώρα ήταν καλά. Βέβαια, αμήχανος φάνηκε να είναι και ο λαικατζής, μπροστά στου οποίου τον πάγκο μιλούσαμε. Αυτός φάνηκε, από το βλέμμα του, να γνωρίζει τον Νάσο ή Βιολάντα, υποθέτω όχι από τον στρατό, καθώς πρέπει να ήταν πάνω από πενήντα ετών, ίσως να της "έδινε" και αυτής αγγούρια. Δεν είχα πολύ χρόνο και έπρεπε να επιστρέψω σπίτι μου. Αργότερα, προσπάθησα να συλλογιστώ και να αναλογιστώ αν η Βιολάντα ή Νάσος, ήταν καλά με το πακέτο που έτρωγε. Δεν κατάλαβα, δεν έβγαλα άκρη. Θα μπορούσε άραγε κάποια στιγμή, η Βιολάντα, να ξεφορτωθεί το πακέτο της και να ζήσει έξω από το κουτί; Δεν νομίζω…

Το καλό με την παρατήρηση είναι ότι πάντα δημιουργούνται συμπεράσματα. Μάλλον για αυτό αντιπαθούμε τους παρατηρητικούς ανθρώπους, αυτούς που απλά αντί να μιλούν και να φαφλατάζουν ασταμάτητα, σιωπούν και προσπαθούν να καταλάβουν. Τα συμπεράσματα δεν ξέρω αν είναι πάντα όμορφα ή άσχημα, θεμιτά ή αθέμιτα. Το μόνο σίγουρο είναι πως καμιά φορά, είναι καλό να μην είμαστε καλά σύμφωνα με την οπτική τον άλλον. Τίποτα μεμπτό από το να ζούμε ο καθένας μέσα στο δικό του κουτί, αφήνοντας τις προτάσεις για σκέψη έξω από το κουτί, για αυτούς που τις διαφημίζουν, που σήμερα τους αποκαλούμε με διάφορα όμορφα ονόματα, πριν δέκα ή είκοσι χρόνια, θα τους καλούσαμε «απατεώνες». Οι εποχές αλλάζουν, πάντα άλλαζαν, πάντα θα αλλάζουν, το θέμα είναι πως τις μεταφράζουμε.


Πυξαράς Δημήτρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου